- πείθω
- Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου, των Ωρών και των Χαρίτων. Μερικές φορές συναντιάται και ως επίκληση και επίθετο της Αφροδίτης και της ΄Αρτεμης.
* * *πείθω και αιολ. τ. πίθημι ΝΜΑκάνω κάποιον να δεχθεί τη γνώμη μου ή να πάρει την απόφαση που θέλω, να συμφωνήσει μαζί μου, να μέ υπακούσει, κερδίζω κάποιον με καλό τρόπο («μή μεν πειράτω ἐὺ εἰδότοςοὐδέ με πείσει», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.1. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπεισμένος, -η, -οέχοντας πεισθεί, έχοντας πεποίθηση, όντας βέβαιος2. παροιμ. «ου με πείσεις καν με πείσεις» — λέγεται για τους υπέρμετρα πείσμονες και ισχυρογνώμονεςαρχ.1. (με αιτ. ουδ. πράγμ.) καταπείθω κάποιον για κάτι («τοῡτό γε οὐκ ἔπειθε τοὺς Φωκαέας», Ηρόδ.)2. πείθω κάποιον με παρακλήσεις, παρακαλώντας3. (με την έννοια τού αποτελέσματος) καταπραΰνω, καθησυχάζω («ἐπεὶ Ζηνὸς ἦτορ λιταῑς ἔπεισε», Πίνδ.)4. με λόγια παρακινώ κάποιον να πράξει κάτι («πείθει δ' Ὀρέστην μητέρ' ἥ σφ' ἐγείνατο κτεῑναι», Ευρ.)5. παραπείθω, ξεγελώ κάποιον με απατηλά λόγια, εξαπατώ («ἔληθε δόλῶ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.)6. διεγείρω, παρορμώ («πεπιθοῡσα θύελλας», Ομ. Ιλ.)7. (σχετικά με τροφή) δελεάζω, παρασύρω8. (μέσ. και παθ.) πείθομαια) υπακούω σε κάποιον, εμπιστεύομαι, ακολουθώ κάποιονβ) υποχωρώ, υπομένω («ἀδίκοις ἔργμασι πειθόμενος», Σόλ.)γ) πιστεύω, έχω πεποίθηση («ἐνυπνίῳ δ' ἅ τάχιστα πιθέσθαι κεκλήσατό νιν», Πίνδ.)δ) (για πράγμ.) είμαι αποδεκτός, παραδεκτός («τὰ μὲν παρ' ἡμῶν ἴσθι σοι πεπεισμένα», Αριστοφ.)δ) (ο παρακμ.) πέποιθα και πέπεισμαιπιστεύω, έχω πεποίθηση, εμπιστοσύνη, είμαι βέβαιος9. φρ. α) «πείθω τι ὠφέλιμον ὄν» — καταφέρνω να γίνει πιστευτό ότι κάτι είναι ωφέλιμοβ) «πείθω πόλιν» — αποσπώ τη συναίνεση, τη συγκατάθεση όλων τών πολιτώνγ) «πείθω τινὰ χρήμασι» — διαφθείρω κάποιον με χρήματα, δωροδοκώδ) «πείθω τινὰ (ἐπι) μισθῷ» — καταφέρνω κάποιον πληρώνοντάς τονε) «πείθω γυναῑκα» — προσελκύω, παρασύρω γυναίκα με λόγιαστ) «πείθομαι τίνα ὅπως» — πιστεύω για κάποιον ότι...ζ) «ὡς ἐγώ πείθομαι» — όπως εγώ πιστεύωη) «πείθομαί τινι μὴ εἶναι χρήματα» — πιστεύω ότι κάποιος δεν έχει χρήματαθ) «ταῡτα ἐγώ σοι οὐ πείθομαι» — εγώ δεν σε πιστεύω σε αυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πείθω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *bheidh- «πείθω» αλλά και «εξαναγκάζω, καταπιέζω» και αντιστοιχεί ακριβώς και μορφολογικά και σημασιολογικά με το λατ. fīdo. Στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας πιθ- ανάγονται ο αόρ. β' ἐ-πιθ-όμην και τα προσηγορικά πιστός, πίστις, πιθανός, ενώ στην ετεροιωμένη βαθμίδα ποιθ- ο παρακμ. πέ-ποιθ-α (πρβλ. πεποίθηση). Η οικογένεια τού ρ. πείθω εκφράζει αρχικά την έννοια τής πίστης, τής εμπιστοσύνης και οι τ. πίστις*, πιστός, πιθανός, που είναι και οι αρχαιότεροι, χρησιμοποιούνται στη δικαστική ορολογία, ενώ οι τ. πειθώ, πεῖσα, πειστικός, πείσμα (Ι) με τη σημ. «πείθω» είναι μεταγενέστεροι. Στην ίδια ΙΕ ρίζα με το ρ. πείθω ανάγονται και τα: αρχ. σλαβ. běda «καταναγκασμός, πίεση», γοτθ. baidjan «εξαναγκάζω, πιέζω» —με την έννοια τού εξαναγκασμού ως εσωτερικό συναίσθημα αυτοπειθαρχίας— όπως και το γοτθ. beidan «προσδοκώ, περιμένω, υπομένω με πίστη». Αρχαιότερη θεωρείται η μέση / παθητική φωνή πείθομαι, ενώ το ενεργητικό-μεταβατικό πείθω πρέπει να είναι μεταγενέστερο. Το ρ. πείθω απαντά ως α' συνθετικό με τις μορφές πειθ- και πεισι- σε συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. πεισί-μβροτος, πεισιθάνατος), ενώ ως β' συνθετικό με τις μορφές -πειθής και -πιθής (πρβλ. ευ-π(ε)ιθής, α-πιθής) και σε αρκετά ανθρωπωνύμια (πρβλ. Πείσ-ανδρος, Πεισί-στρατος, Ευπείθης, Πολυ-πείθης, Πισθ-έταιρος κ.ά.).ΠΑΡ. πειθώ, πείσμα (Ι), πειστήριος, πειστικός, πιθανός, πίστη, πιστόςαρχ.πειθήμων, πειθός, πείσα, πείσις (II), πειστήρ (Ι), πίσυνοςνεοελλ.πείσμων.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πειθανάγκη, πειθήνιος, πεισιθάνατοςαρχ.πειθάνωρ, πείθαρχος, πειθοδικαιόσυνος, πεισί(μ)βροτος, πεισίνους, πεισιχάλινος. (Β' συνθετικό) καταπείθω, μεταπείθω, παραπείθωαρχ.αναπείθω, διαπείθω, εκπείθω, εξαναπείθω, μεταναπείθω, παραναπείθω, προπείθω, προσαναπείθω, συμπειθώ, συναναπείθω, υπαναπείθω, υπερπείθω, υποπείθωνεοελλ.επαναπείθω].
Dictionary of Greek. 2013.